πολύπουν

πολύπουν
πολύπους 1
many-footed
masc acc sg
πολύπους 1
many-footed
masc/fem acc sg
πολύπους 2
poulp
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …   Dictionary of Greek

  • σηνίκη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄτροχος ἅμαξα καὶ τὸ τετράπουν ζῷον, σαύρα παραπλήσιον καὶ ζῷον πολύπουν ὅμοιον τοῑς κατοικιδίοις ὄνοις» …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄՈՏՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 419 Chronological Sequence: 8c գ. Բազմոտանի գոլն՝ իրօք կամ նմանութեամբ. τὸ πολύπουν, ἁπειρόπουν multis pedibus praeditum esse, innumerabiles pedes *Բազմոտնութիւն (սերովբէից) յայտնաբանական է, եւ այլն: Զբազմոտնութիւն նոցա տեսանելով. Դիոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”